- αραβάρχης
- ο (AM ἀραβάρχης κ. ἀράβαρχος)ο διοικητής του αραβικού νομού στην Αίγυπτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαβάρχης — ἀλαβάρχης και ἀλάβαρχος, ο (Α) 1. υπάλληλος τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που, από μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων και από επιγραφές, γνωρίζουμε ότι υπήρχε στην Αλεξάνδρεια, τη Λυκία και την Εύβοια 2. ο μέγιστος άρχοντας, ο ανώτατος αξιωματούχος τών… … Dictionary of Greek
Alabarch — The alabarch was the Greek title of an official who stood at the head of the Jewish population of Alexandria during the Hellenistic and early Roman periods. EtymologyThe etymology of the word ἀλαβάρχης (alabarches), and, therefore, the original… … Wikipedia